τρανς

τρανς
το, Ν
άκλ. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο κρέατος από την εσωτερική πλευρά τού μηρού τών βοοειδών, που αποτελεί και το τρυφερότερο τεμάχιο τού μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tranche «λεπτό κομμάτι κρέατος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”